- παλίγκυρτος
- παλίγκυρτος, ὁ (Α)είδος αλιευτικού καλαθιού, ο κιούρτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κύρτος «είδος αλιευτικού καλαθιού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλίγκυρτος — fishing net masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίγκυρτον — παλίγκυρτος fishing net masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek